Greek Meaning of recurring

επαναλαμβανόμενος

Other Greek words related to επαναλαμβανόμενος

Definitions and Meaning of recurring in English

Wordnet

recurring (s)

coming back

Webster

recurring (p. pr. & vb. n.)

of Recur

FAQs About the word recurring

επαναλαμβανόμενος

coming backof Recur

επαναλαμβανόμενο,συνεχής,διαλείπουσα,περιοδικός,περιοδικό,εποχιακός,εναλλασσόμενος,εναλλασσόμενος,κυκλικός,κυκλικός

σταθερά,συνεχής,αιώνιος,αιώνιος,αδιάκοπος,αιώνιος,αδιάκοπος,ατελείωτος

recurrently => διαρκώς, recurrent fever => Ὑποτροπιάζοντες πυρετοί, recurrent event => Επαναλαμβανόμενο γεγονός, recurrent => επαναλαμβανόμενο, recurrency => υποτροπή,