Greek Meaning of recurved
κυρτός
Other Greek words related to κυρτός
Nearest Words of recurved
- recurve => αναδρομικός
- recurvation => οπισθοκαμψία
- recurvate => καμπύλος
- recursive routine => Αναδρομική ρουτίνα
- recursive definition => Αναδρομικός ορισμός
- recursive => αναδρομικός
- recursion => αναδρομή
- recursant => ανυπάκοος
- recurring decimal => Περιοδικός δεκαδικός αριθμός
- recurring => επαναλαμβανόμενος
Definitions and Meaning of recurved in English
recurved (s)
curved backward or inward
recurved (a.)
Curved in an opposite or uncommon direction; bent back; as, a bird with a recurved bill; flowers with recurved petals.
FAQs About the word recurved
κυρτός
curved backward or inwardCurved in an opposite or uncommon direction; bent back; as, a bird with a recurved bill; flowers with recurved petals.
κυψελιδοειδής,κοίλος,ημισέληνος,κυπελλοειδής,κυρτό,κούφιος,Εσοχή,σπηλαιώδης,,βαθούλωμα
βολβώδης,κυρτός,εξέχων,φουσκωμένος,ανατιναγμένος,εξογκωμένος,Κυρτός,Διατεταμένος,θόλος,διευρυμένο
recurve => αναδρομικός , recurvation => οπισθοκαμψία, recurvate => καμπύλος, recursive routine => Αναδρομική ρουτίνα, recursive definition => Αναδρομικός ορισμός,