Greek Meaning of domed
θόλος
Other Greek words related to θόλος
Nearest Words of domed
Definitions and Meaning of domed in English
domed (s)
having a hemispherical vault or dome
domed (a.)
Furnished with a dome; shaped like a dome.
FAQs About the word domed
θόλος
having a hemispherical vault or domeFurnished with a dome; shaped like a dome.
βολβώδης,σφαιρικός,στρογγυλεμένο,σφαιρικός,αεροστατική,κυρτός,Διατεταμένος,διευρυμένο,επεκταθεί,παγκόσμιος
κοίλος,καταθλιπτικός,κούφιος,Εσοχή,εσοχή,βυθισμένο,κυψελιδοειδής,σπηλαιώδης,ημισέληνος,κυπελλοειδής
domebook => θόλος, dome => θόλος, dombeya => Dombeya, domatium => δομάτιο, domanial => δομενιακός,