Greek Meaning of protrusive

προεξέχων

Other Greek words related to προεξέχων

Definitions and Meaning of protrusive in English

Wordnet

protrusive (a)

thrusting outward

FAQs About the word protrusive

προεξέχων

thrusting outward

απασχολημένος,ενοχλητικός,παρεμβατικός,υπερβολικά πρόθυμος,ενοχλητικό,θρασύς,φαντασμένος,Θρασύς,θρασύς,παρεμβατικός

Διακριτικός,αποσυρμένος,ανασταλμένος,ήσυχος,ερημίτης,κρατημένος,συγκρατημένος,συγκρατημένος,συνταξιοδότηση,σιωπηλός

protrusion => εξοχή, protrusile => προεκτεινομένου, protrusible => εξέχων, protruding => προεξέχων, protrude => προεξέχειν,