Greek Meaning of protrusive
προεξέχων
Other Greek words related to προεξέχων
- απασχολημένος
- ενοχλητικός
- παρεμβατικός
- υπερβολικά πρόθυμος
- ενοχλητικό
- θρασύς
- φαντασμένος
- Θρασύς
- θρασύς
- παρεμβατικός
- περίεργος
- ανάμειξη
- περίεργος
- περίεργος
- ενοχλητικός
- υποθέτοντας
- αυθάδης
- περίεργος
- ωθώντας
- επιθετικός
- Αγενής
- Σνούπι
- έντονος
- περίεργος
- παρενόχληση
- αναιδής
- περίεργος
- εισβάλλοντας
- αλαζόνας
- βλαβερός
- παράβαση
Nearest Words of protrusive
Definitions and Meaning of protrusive in English
protrusive (a)
thrusting outward
FAQs About the word protrusive
προεξέχων
thrusting outward
απασχολημένος,ενοχλητικός,παρεμβατικός,υπερβολικά πρόθυμος,ενοχλητικό,θρασύς,φαντασμένος,Θρασύς,θρασύς,παρεμβατικός
Διακριτικός,αποσυρμένος,ανασταλμένος,ήσυχος,ερημίτης,κρατημένος,συγκρατημένος,συγκρατημένος,συνταξιοδότηση,σιωπηλός
protrusion => εξοχή, protrusile => προεκτεινομένου, protrusible => εξέχων, protruding => προεξέχων, protrude => προεξέχειν,