Greek Meaning of officious
υπερβολικά πρόθυμος
Other Greek words related to υπερβολικά πρόθυμος
- ενοχλητικό
- απασχολημένος
- ενοχλητικός
- παρεμβατικός
- περίεργος
- ενοχλητικός
- θρασύς
- φαντασμένος
- αναιδής
- Θρασύς
- θρασύς
- παρεμβατικός
- ανάμειξη
- περίεργος
- περίεργος
- υποθέτοντας
- αυθάδης
- προεξέχων
- περίεργος
- ωθώντας
- επιθετικός
- Αγενής
- Σνούπι
- έντονος
- περίεργος
- παρενόχληση
- περίεργος
- εισβάλλοντας
- αλαζόνας
- βλαβερός
- παράβαση
Nearest Words of officious
- officiously => επισηματικά
- officiousness => ετοιμότητα
- offing => μακριά
- offish => απόμακρος
- off-key => εκτός τόνου
- offlet => δεν υπάρχει τίποτα
- off-licence => Άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
- off-limits => απαγορευμένη περιοχή
- off-line => Εκτός σύνδεσης
- off-line equipment => Μη συνδεδεμένος εξοπλισμός
Definitions and Meaning of officious in English
officious (s)
intrusive in a meddling or offensive manner
officious (a.)
Pertaining to, or being in accordance with, duty.
Disposed to serve; kind; obliging.
Importunately interposing services; intermeddling in affairs in which one has no concern; meddlesome.
FAQs About the word officious
υπερβολικά πρόθυμος
intrusive in a meddling or offensive mannerPertaining to, or being in accordance with, duty., Disposed to serve; kind; obliging., Importunately interposing serv
ενοχλητικό,απασχολημένος,ενοχλητικός,παρεμβατικός,περίεργος,ενοχλητικός,θρασύς,φαντασμένος,αναιδής,Θρασύς
Διακριτικός,μη παρεμβατικός,ήσυχος,ερημίτης,κρατημένος,συγκρατημένος,συγκρατημένος,συνταξιοδότηση,σιωπηλός,ήρεμος
officinal => φαρμακευτικό, officiator => αξιωματούχος, officiation => λειτούργημα, officiating => λειτουργός, officiated => ιερουργούσε,