Greek Meaning of officiously

επισηματικά

Other Greek words related to επισηματικά

Definitions and Meaning of officiously in English

Wordnet

officiously (r)

in an officious manner

FAQs About the word officiously

επισηματικά

in an officious manner

ενοχλητικό,απασχολημένος,ενοχλητικός,παρεμβατικός,περίεργος,ενοχλητικός,θρασύς,φαντασμένος,αναιδής,Θρασύς

Διακριτικός,μη παρεμβατικός,ήσυχος,ερημίτης,κρατημένος,συγκρατημένος,συγκρατημένος,συνταξιοδότηση,σιωπηλός,ήρεμος

officious => υπερβολικά πρόθυμος, officinal => φαρμακευτικό, officiator => αξιωματούχος, officiation => λειτούργημα, officiating => λειτουργός,