Greek Meaning of domal
θόλος
Other Greek words related to θόλος
Nearest Words of domal
Definitions and Meaning of domal in English
domal (a.)
Pertaining to a house.
FAQs About the word domal
θόλος
Pertaining to a house.
κεφάλι,κρανίο,Φασόλι,μπλοκ,Κρανίο,στέμμα,κεράσι,mazzard,Κουμπί,νουντλς
συμπιέζω,Σύμβαση,συρρικνώνω,πυκνώνω,συσφίγγω
domain of a function => Πεδίο ορισμού συνάρτησης, domain name => Όνομα χώρου, domain => Τομέας, domage => ζημιά, domableness => Δαμαστικότητα,