Greek Meaning of alternating
εναλλασσόμενος
Other Greek words related to εναλλασσόμενος
Nearest Words of alternating
- alternating current => εναλλασσόμενο ρεύμα
- alternating electric current => Εναλλασσόμενο ρεύμα
- alternation => εναλλαγή
- alternation of generations => Εναλλαγή γενεών
- alternative => εναλλακτική
- alternative birth => Εναλλακτικος τοκετος
- alternative birthing => εναλλακτικός τοκετός
- alternative energy => Εναλλακτική ενέργεια
- alternative medicine => εναλλακτική ιατρική
- alternative pleading => Εναλλακτικές προσβολές
Definitions and Meaning of alternating in English
alternating (a)
(of a current) reversing direction
alternating (s)
occurring by turns; first one and then the other
alternating (p. pr. & vb. n.)
of Alternate
FAQs About the word alternating
εναλλασσόμενος
(of a current) reversing direction, occurring by turns; first one and then the otherof Alternate
εναλλασσόμενος,κυκλικός,κυκλικός,περιοδικός,ρυθμικός,ρυθμική,εποχιακός,σειρά,συνεχής,διαλείπουσα
σταθερά,συνεχής,αιώνιος,αδιάκοπος,αιώνιος,αδιάκοπος,αιώνιος,ατελείωτος
alternateness => Εναλλαγή, alternately => εναλλάξ, alternated => εναλλασσόμενος, alternate => εναλλασσόμενος, alternat => εναλλακτικός.,