Greek Meaning of fitful

σπασμωδικός

Other Greek words related to σπασμωδικός

Definitions and Meaning of fitful in English

Wordnet

fitful (s)

occurring in spells and often abruptly

intermittently stopping and starting

Webster

fitful (a.)

Full of fits; irregularly variable; impulsive and unstable.

FAQs About the word fitful

σπασμωδικός

occurring in spells and often abruptly, intermittently stopping and startingFull of fits; irregularly variable; impulsive and unstable.

ασταθής,διαλείπουσα,περιστασιακός,ξαφνικά,ασύμμετρος,ανεπίσημος,ανώμαλος,διακοπτόμενος,επεισοδιακό,Επεισοδιακός

σταθερά,συνεχής,συνήθης,περιοδικός,τακτικός,σταθερός,ισόρροπος,ακόμα,μεθοδικός,οργανωμένος

fitchy => κατάλληλος, fitchew => Πολυμάδι, fitchet => Κουνάβι, fitches => νυφίτσες, fitched => προσαρμοσμένο,