Greek Meaning of episodic
επεισοδιακό
Other Greek words related to επεισοδιακό
Nearest Words of episodic
Definitions and Meaning of episodic in English
episodic (s)
of writing or narration; divided into or composed of episodes
occurring or appearing at usually irregular intervals
limited in duration to a single episode
episodic (a.)
Alt. of Episodical
FAQs About the word episodic
επεισοδιακό
of writing or narration; divided into or composed of episodes, occurring or appearing at usually irregular intervals, limited in duration to a single episodeAlt
σειρά,σειριοποιημένο,περιοδικό,ακολουθιακός,περιοδικός,επαναλαμβανόμενο,επαναλαμβανόμενος,τακτικός,διαδοχικές
σταθερά,συνεχής,συνήθης,περιοδικός,τακτικός,σταθερός,στολή,ακόμα,Επαναλαμβανόμενος,σταθερός
episodial => επεισοδιακός, episode => επεισόδιο, episodal => επεισοδιακός, episkeletal => σκελετικός, episiotomy => Επισιοτομή,