Greek Meaning of serialized
σειριοποιημένο
Other Greek words related to σειριοποιημένο
Nearest Words of serialized
Definitions and Meaning of serialized in English
serialized
to arrange or publish in serial form
FAQs About the word serialized
σειριοποιημένο
to arrange or publish in serial form
σειρά,επεισοδιακό,Επεισοδιακός,περιοδικό,περιοδικός,επαναλαμβανόμενο,τακτικός,ακολουθιακός,διαδοχικές
καταπιεσμένη,λογοκριμένος
sergeants => λοχίες, serfs => δουλοπάροικοι, serfdoms => δουλοπαροικία, serenities => γαλήνη, serendipities => τυχερες συγκυριες,