FAQs About the word serialized

σειριοποιημένο

to arrange or publish in serial form

σειρά,επεισοδιακό,Επεισοδιακός,περιοδικό,περιοδικός,επαναλαμβανόμενο,τακτικός,ακολουθιακός,διαδοχικές

καταπιεσμένη,λογοκριμένος

sergeants => λοχίες, serfs => δουλοπάροικοι, serfdoms => δουλοπαροικία, serenities => γαλήνη, serendipities => τυχερες συγκυριες,