Greek Meaning of convulsive

σπασμωδικός

Other Greek words related to σπασμωδικός

Definitions and Meaning of convulsive in English

Wordnet

convulsive (s)

affected by involuntary jerky muscular contractions; resembling a spasm

resembling a convulsion in being sudden and violent

FAQs About the word convulsive

σπασμωδικός

affected by involuntary jerky muscular contractions; resembling a spasm, resembling a convulsion in being sudden and violent

κατακλυσμιαίος,ταραγμένη,σπασμωδικός,θυελλώδης,καταιγιστικός,ταραχώδης,θορυβώδης,κατακλυσμιαίος,θορυβώδης,σπασμωδικός

Ήρεμος,ειρηνικός,ήρεμος,Γαλήνιος,ήρεμος,άενοχλητος,ατάραχος,ακλόνητος,ανήσυχος

convulsion => σπασμοί, convulse => σπασμωδία, convoy pennant => Σημαία νηοπομπής, convoy => κομβόι, convolvulus sepium => κλεψύδρα δασική,