FAQs About the word convulsively

σπασμωδικά

with convulsions, in a convulsive way

κατακλυσμιαίος,ταραγμένη,σπασμωδικός,θυελλώδης,καταιγιστικός,ταραχώδης,θορυβώδης,κατακλυσμιαίος,θορυβώδης,σπασμωδικός

Ήρεμος,ειρηνικός,ήρεμος,Γαλήνιος,ήρεμος,άενοχλητος,ατάραχος,ακλόνητος,ανήσυχος

convulsive => σπασμωδικός, convulsion => σπασμοί, convulse => σπασμωδία, convoy pennant => Σημαία νηοπομπής, convoy => κομβόι,