FAQs About the word cooccurring

συνυπάρχουσα

occurring or operating at the same time

συνοδευτικός,Συνυπάρχων,ταυτόχρονος,παρών,σύμφωνος,τι συμβαίνει,συγχρονίζοντας,τυχαίο,Συμβαίνει,εξάτμιση

προηγούμενος,προγενέστερος,επόμενος,θηρευτής,επακόλουθος

co-occurrent => συνυπάρχον, co-occur with => συνυπάρχουν με, cooccur with => συνυπάρχει με, co-occur => συνυπάρχουν, cooccur => συνόδευση,