Greek Meaning of spastic
σπαστικός
Other Greek words related to σπαστικός
- ασταθής
- διαλείπουσα
- περιστασιακός
- ξαφνικά
- ασύμμετρος
- ανεπίσημος
- ελκυστικός
- ανώμαλος
- διακοπτόμενος
- επεισοδιακό
- Επεισοδιακός
- σπασμωδικός
- ακανόνιστος
- σπασμωδικός
- κηλιδωτός
- απρόβλεπτος
- ασταθής
- ασταθής
- ασκόπως
- Αρκετός
- σπασμένο
- Καπριτσιόζος
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- σπασμωδικός
- αποσπασματικός
- αποσυνδεδεμένο
- διακυμάνσεις
- Ρευστό
- αποσπασματικό
- τυχαίος
- τυχαίος
- ασταθής
- διακοπείσα
- υδραργυρικός
- μεταβλητός
- μονός
- τυχαίος
- διασκορπισμένο
- πρόχειρος
- αδέσποτο
- _ιδιότροπος_
- αβέβαιος
- ανήσυχος
- ασταθής
- μεταβλητή
- μεταβλητός
- τυχαίος
Nearest Words of spastic
Definitions and Meaning of spastic in English
spastic (n)
a person suffering from spastic paralysis
spastic (a)
relating to or characterized by spasm
spastic (s)
suffering from spastic paralysis
affected by involuntary jerky muscular contractions; resembling a spasm
FAQs About the word spastic
σπαστικός
a person suffering from spastic paralysis, relating to or characterized by spasm, suffering from spastic paralysis, affected by involuntary jerky muscular contr
ασταθής,διαλείπουσα,περιστασιακός,ξαφνικά,ασύμμετρος,ανεπίσημος,ελκυστικός,ανώμαλος,διακοπτόμενος,επεισοδιακό
σταθερά,συνεχής,συνήθης,περιοδικός,τακτικός,σταθερός,στάσιμος,σταθερός,στολή,ισόρροπος
spassky => Σπαςκy, spasmolytic => σπασμολυτικό, spasmolysis => Σπασμολυτική αγωγή, spasmodically => σπασμωδικά, spasmodic laryngitis => Σπασμωδική λαρυγγίτιδα,