FAQs About the word pitchmen

πίτσερς

one who sells merchandise on the streets or from a concession, one who does radio or TV commercials, a man who makes a sales pitch

υπάλληλοι πωλήσεων,Πωλήτριες,Υπάλληλοι πωλήσεων,πωλητές,πωλητές,Πωλήτριες,Πωλήτριες,πωλητές,Πωλητές,Υπάλληλοι

No antonyms found.

pitching into => ασχολούμαι, pitching in => συνεισφορά, pitches in => συνεισφέρει, pitches => βήματα, pitched into => έλαβε μέρος στην,