Greek Meaning of disgorged

έκανε εμετό

Other Greek words related to έκανε εμετό

Definitions and Meaning of disgorged in English

Webster

disgorged (imp. & p. p.)

of Disgorge

FAQs About the word disgorged

έκανε εμετό

of Disgorge

ρευομαι,εκτοπισμένος,εκπεμπόμενος,εξερράγη,εκδιωκόμενος,χύθηκε,φτύσιμο,έφτυσε,φτύνω,εκπηγάζει

περιεχομενη,συγκρατημένος,κλείνω (μέσα ή επάνω),καταπιεσμένος

disgorge => εξεμώ, disglory => ντροπή, disglorifying => ντροπιαστικός, disglorify => δυσφημώ, disglorified => ατιμασμένος,