Greek Meaning of emitted
εκπεμπόμενος
Other Greek words related to εκπεμπόμενος
- καστ
- εκπηγάζει
- εκπνοή
- εκδόθηκε
- ακτινοβολημένος
- κυκλοφόρησε
- εκφορτισμένος
- αποκλείστηκε
- εξελιγμένος
- εκκρινόμενο
- εκδιωκόμενος
- έδωσε
- ακτινοβολημένος
- χύθηκε
- αποσταλμένο (έξω)
- εξαεριζόμενος
- εκτοπισμένος
- εξερράγη
- εκκενωμένος
- ληγμένο
- εξέπεμπε
- χύθηκε
- εξερχόταν
- εκκρινόμενο
- έφτυσε
- ξεπηδούσε
- ψεκασμένος
- εκτοξεύτηκε
- ψέκασε
- Πέταξε
Nearest Words of emitted
Definitions and Meaning of emitted in English
emitted (imp. & p. p.)
of Emit
FAQs About the word emitted
εκπεμπόμενος
of Emit
καστ,εκπηγάζει,εκπνοή,εκδόθηκε,ακτινοβολημένος,κυκλοφόρησε,εκφορτισμένος,αποκλείστηκε,εξελιγμένος,εκκρινόμενο
απορροφάται,εισπνεόμενο,μουσκεμένος (μέχρι),ανέλαβε,ρουφηξε (πάνω),σπογγώδης
emit => εκπέμπω, emissory => απεσταλμένος, emissivity => εκπομπή, emissive => εκπομπικό, emissitious => Εκπεμπόμενος,