Greek Meaning of disgracer

ντροπιαστής

Other Greek words related to ντροπιαστής

Definitions and Meaning of disgracer in English

Webster

disgracer (n.)

One who disgraces.

FAQs About the word disgracer

ντροπιαστής

One who disgraces.

ντροπή,περιφρόνηση,δυσφήμηση,Περιφρόνηση,ντροπή,κακή φήμη,Εξευτελισμός,Ατιμία,ατιμία,υβριστικό

εκτίμηση,τιμή,Σεβασμός,σεβασμός,Θαυμάζω,εκτίμηση,εκτίμηση,φόβος,δόξα,δέος

disgracefulness => ντροπή, disgracefully => επονείδιστα, disgraceful => ντροπιαστικός, disgraced => εξευτελισμένος, disgrace => ατίμωση,