Greek Meaning of dust
σκόνη
Other Greek words related to σκόνη
- συντρίμμια
- σκουπίδια
- ερείπια
- Άχυρο
- Νεκρό ξύλο
- σκωρία
- αναθυμιάσεις
- έκκριση
- εντόσθια
- αρνούμαι
- άθλιοι
- σκραπ
- λύματα
- Φορτηγό
- Απορρίματα
- σκατά
- επιλέγω
- αποtrίμματα
- απορρίπτω
- βρωμιά
- χωματερή
- θαλάσσια απορρίμματα
- συντρίμμια
- ξύλο
- τίποτα
- ψιλοπράγματα
- σκουπίδια
- λαχειοφόρος αγορά
- απορρίπτω
- λείψανα
- σκουπίδια
- άχυρο
- πίνολα
- μετριότητες
- πλύσιμο
- συντρίμμια
- γαμώτο
- ερείπια
- σωρός από μπάζα
- χύμα
Nearest Words of dust
- dusseldorf => Ντίσελντορφ
- dusky-footed woodrat => σκουρόποδηδρυομυς
- dusky-footed wood rat => Σκουροπόδαρος αρουραίος του δάσους
- dusky-coloured => Σκούρου χρώματος
- dusky-colored => Σκούρου χρώματος
- dusky shark => σκυλόψαρο βασιλικό
- dusky salamander => Σκούρα σαλαμάνδρα
- dusky => σκοτεινός
- duskness => λυκόφως
- duskish => Σκοτεινός
Definitions and Meaning of dust in English
dust (n)
fine powdery material such as dry earth or pollen that can be blown about in the air
the remains of something that has been destroyed or broken up
free microscopic particles of solid material
dust (v)
remove the dust from
rub the dust over a surface so as to blur the outlines of a shape
cover with a light dusting of a substance
distribute loosely
dust (n.)
Fine, dry particles of earth or other matter, so comminuted that they may be raised and wafted by the wind; that which is crumbled too minute portions; fine powder; as, clouds of dust; bone dust.
A single particle of earth or other matter.
The earth, as the resting place of the dead.
The earthy remains of bodies once alive; the remains of the human body.
Figuratively, a worthless thing.
Figuratively, a low or mean condition.
Gold dust
Coined money; cash.
dust (v. t.)
To free from dust; to brush, wipe, or sweep away dust from; as, to dust a table or a floor.
To sprinkle with dust.
To reduce to a fine powder; to levigate.
FAQs About the word dust
σκόνη
fine powdery material such as dry earth or pollen that can be blown about in the air, the remains of something that has been destroyed or broken up, free micros
συντρίμμια,σκουπίδια,ερείπια,Άχυρο,Νεκρό ξύλο,σκωρία,αναθυμιάσεις,έκκριση,εντόσθια,αρνούμαι
aρπάζω,βρίσκω,Πολύτιμος λίθος,Κόσμημα,μαργαριτάρι,δαμάσκηνο,βραβείο,θησαυρός,Θησαυρός,θησαυρός
dusseldorf => Ντίσελντορφ, dusky-footed woodrat => σκουρόποδηδρυομυς, dusky-footed wood rat => Σκουροπόδαρος αρουραίος του δάσους, dusky-coloured => Σκούρου χρώματος, dusky-colored => Σκούρου χρώματος,