FAQs About the word booty

Λεία

goods or money obtained illegallyThat which is seized by violence or obtained by robbery, especially collective spoil taken in war; plunder; pillage.

λάφυρα,λεηλασία,θησαυρός,λεηλασία,βραβείο,χαλάω,λάφυρα,aρπάζω,τράνταγμα,απροσδόκητο κέρδος

No antonyms found.

boott's goldenrod => Χρυσόβεργα του Μπουτ, boottree => Καλαπόδι, boottopping => βαφή της γάστρας κάτω από την ίσαλο γραμμή, bootstrap => μπότα, boot-shaped => σχήμα μπότας,