FAQs About the word screwing

βίδωμα

slang for sexual intercourseof Screw, a. & n. from Screw, v. t.

Παραμόρφωση,παραμόρφωση,στρέβλωση,παραμόρφωση,Παραμόρφωση,βασανίζοντας,παραμόρφωση,βανδαλισμός,παραμόρφωση,Στραβισμός

ίσιωμα,άκαμπτος,ξεδίπλωμα

screwer => Κατσαβίδι, screwed => βιδωμένο, screw-driver => κατσαβίδι, screwdriver => Κατσαβίδι, screw-cutting => σπείρωση κοπής,