FAQs About the word screwer

Κατσαβίδι

One who, or that which, screws.

στρίβω,μπούκλα,παραμόρφωση,[παραμορφωμένο],παραμορφώνω,παραμόρφωση,Βασανιστήρια,παραμόρφωση,πηνίο,Αμαύρωσι

ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ),ισιώνω,ξετυλίγω

screwed => βιδωμένο, screw-driver => κατσαβίδι, screwdriver => Κατσαβίδι, screw-cutting => σπείρωση κοπής, screwbean mesquite => Βίδα,