Greek Meaning of chucking

σύσφιξη

Other Greek words related to σύσφιξη

Definitions and Meaning of chucking in English

Webster

chucking (p. pr. & vb. n.)

of Chuck

of Chuck

FAQs About the word chucking

σύσφιξη

of Chuck, of Chuck

απόρριψη,Τάφρος,ντάμπινγκ,Χάνοντας,Εκφόρτωση,Εγκατάλειψη,απορρίπτω,εξαλείφοντας,εξορκίζω,Απορριπτικός

υιοθεσία,Αγκαλιάζει,απασχολούν,χρησιμοποιώντας,χρησιμοποιώντας,κατοχή,φύλαξη,διατήρηση,αναλαμβάνοντας,συγκράτηση

chuckhole => λακκούβα, chuck-full => κατάμεστος, chucker-out => Πορτιέρης, chucked => πετάω, chuck wagon => τροχοφόρο άρμα,