Greek Meaning of dry clean
Στεγνό καθάρισμα
Other Greek words related to Στεγνό καθάρισμα
- πινέλο
- Καθαρός
- καθαρίζω
- χτένα
- απολυμαίνω
- σκόνη
- ξέπλυμα χρήματος
- σφουγγαρίστρα
- καθάρισμα
- ξέβγαλμα
- τρίβω
- καθαρισμός
- Σαμπουάν
- σφουγγάρι
- Βαμβακοφόρος
- σκουπίζω
- κενό
- πλύσιμο
- Σκουπίζω
- καθαρίζω
- Απολυμαίνω
- ανανεώνω
- κάθαρση
- καθαρίζω
- Απολύμανση
- αποδεικνύεται
- φωτίζω
- Αποσμητικό
- γι
- στολίζω
- ευθυγραμμίζω (πάνω)
- Γλυκαίνω
- τακτοποιημένος
Nearest Words of dry clean
Definitions and Meaning of dry clean in English
dry clean (v)
clean with chemical agents
dry clean
to subject to dry cleaning, to clean (fabrics) with chemical solvents, to undergo dry cleaning
FAQs About the word dry clean
Στεγνό καθάρισμα
clean with chemical agentsto subject to dry cleaning, to clean (fabrics) with chemical solvents, to undergo dry cleaning
πινέλο,Καθαρός,καθαρίζω,χτένα,απολυμαίνω,σκόνη,ξέπλυμα χρήματος,σφουγγαρίστρα,καθάρισμα,ξέβγαλμα
βεβηλώνω,αποχρωματίζω,λασπωμένος,ρυπαίνω,κηλίδα,λερώνω,λερώνω,μαύρισμα,Έδαφος,κηλίδα
dry cereal => Ξηρά δημητριακά, dry cell => ξηρό στοιχείο, dry battery => Ξηρή μπαταρία, dry => ξηρός, druze => Δρούζοι,