Greek Meaning of right wing
Δεξιά
Other Greek words related to Δεξιά
- παλιομοδίτικος
- ομιχλώδης
- κουραστικός
- νεοσυντηρητικός
- Οστεοποιημένος
- δεξιά
- αμετάβλητος
- βαρετός
- Τόρι
- αντιφιλελεύθερος
- Αντιμοντέρνος
- αντιπροοδευτικό
- αντιεπαναστατικός
- ξεπερασμένος
- Ακροδεξιά
- Φουσκωμένος
- συντηρητικός
- συμβατικός
- αφοσιωμένος
- πιστός
- πιστός
- παλαιός
- ορθόδοξος
- αντιδραστικός
- σετ
- Τετράγωνο
- Αδιάβροχο
- σταθερός
- παραδοσιακό
- παραδοσιακός
- πιστός
- Υπερσυντηρητικός
- μη προοδευτικό
- Αντιμεταρρύθμιση
- Συντηρητικότερος των συντηρητικών
- θεσμικός
- Άκρα δεξιά
- κουμπωτό
- Κουμπωμένος
- Σκληροτράχηλος
- Ακίνητος
- παλιομοδίτικος
- μένω σταθερός
- σταθερός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- Παλαιοσυντηρητικός
- εξτρεμιστής
- φιλελεύθερος
- μη παραδοσιακός
- προοδευτικός
- ριζοσπαστικός
- επαναστατικός
- μη συμβατικό
- ανορθόδοξος
- μη συντηρητικός
- μη συμβατικός
- προηγμένος
- Μεγάλο πνεύμα
- Σύγχρονο
- Ευρύχωρος
- μοντέρνος
- nonkonformistas
- ανοιχτόμυαλος
- Αντι-κατεστημένο
- ανορθόδοξος
- αριστερόχειρας
- αντισυμβατικός
- αντιπαραδοσιακός
- Ακροαριστερό
Nearest Words of right wing
- right whale => Δεξιά φάλαινα
- right ventricle => Δεξιά κοιλία
- right triangle => Ορθογώνιο τρίγωνο
- right to vote => Δικαίωμα ψήφου
- right to the pursuit of happiness => δικαίωμα στην επιδίωξη της ευτυχίας
- right to speedy and public trial by jury => Δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δίκη με ένορκους
- right to privacy => Δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή
- right to life => Δικαίωμα στη ζωή
- right to liberty => Δικαίωμα στην ελευθερία
- right to due process => Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
Definitions and Meaning of right wing in English
right wing (n)
those who support political or social or economic conservatism; those who believe that things are better left unchanged
right wing (s)
believing in or supporting tenets of the political right
FAQs About the word right wing
Δεξιά
those who support political or social or economic conservatism; those who believe that things are better left unchanged, believing in or supporting tenets of th
παλιομοδίτικος,ομιχλώδης,κουραστικός,νεοσυντηρητικός,Οστεοποιημένος,δεξιά,αμετάβλητος,βαρετός,Τόρι,αντιφιλελεύθερος
εξτρεμιστής,φιλελεύθερος,μη παραδοσιακός,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,μη συμβατικό,ανορθόδοξος,μη συντηρητικός,μη συμβατικός
right whale => Δεξιά φάλαινα, right ventricle => Δεξιά κοιλία, right triangle => Ορθογώνιο τρίγωνο, right to vote => Δικαίωμα ψήφου, right to the pursuit of happiness => δικαίωμα στην επιδίωξη της ευτυχίας,