Greek Meaning of broad-minded

Μεγάλο πνεύμα

Other Greek words related to Μεγάλο πνεύμα

Definitions and Meaning of broad-minded in English

Wordnet

broad-minded (a)

incapable of being shocked

inclined to respect views and beliefs that differ from your own

FAQs About the word broad-minded

Μεγάλο πνεύμα

incapable of being shocked, inclined to respect views and beliefs that differ from your own

Σύγχρονο,φιλελεύθερος,μοντέρνος,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,μη συμβατικό,μη συμβατικός,μη παραδοσιακός,ανοιχτόμυαλος,ανορθόδοξος

συντηρητικός,συμβατικός,σκληρός,παλιομοδίτικος,ορθόδοξος,άκαμπτος,βαρετός,αυστηρός,παραδοσιακό,Φανατικός

broadly speaking => γενικά, broadly => ευρέως, broadloom => Φαρδύς ταπήτας, broad-leaved twayblade => πλατύφυλλος τριφυλλόρχις, broad-leaved plantain => Φαρμακευτική πλαντάγκο,