Greek Meaning of doctrinal
διδακτικός
Other Greek words related to διδακτικός
- εννοιολογικός, εννοιακός
- δογματικός
- δογματικός
- ιδεολογικός
- Φιλοσοφικός
- Ποντιφικός
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- αφηρημένος
- Δογματικός
- ιδανικός
- ιδεολογικός
- Ιδεολογικός
- μεταφυσικός
- εννοιολογικός
- Γνώμη
- γνώμης
- Ρομαντικός
- ουτοπικός
- αμετάπειστος
- αδαμάντινος
- Ιδεαλιστής
- ιδεαλιστής
- αμείλικτος
- Ανέφικτο
- μεσσιανικός
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- Γνώμη
- Επίμονος
- δονκιχωτικός
- άκαμπτος
- Εγωκεντρικός
- αστρικός, λαμπερός
- με λαμπερά μάτια
- πεισματάρης
- άκαμπτος
- μη ρεαλιστικό
- οραματιστής
- ζηλωτής
- σταυροφορία
- μη ρεαλιστικός
- δονκιχωτικό
Nearest Words of doctrinal
- doctrinaire => Δογματικός
- doctrinable => διδακτός
- doctress => γιατρίνα
- doctorspeak => Ιατρική ορολογία
- doctorship => διδακτορικό δίπλωμα
- doctor's degree => διδακτορικό δίπλωμα
- doctor's bill => λογαριασμός γιατρού
- doctor-patient relation => Ιατρός-ασθενής σχέση
- doctorow => Ντόκτορο
- doctorly => ιατρικός
Definitions and Meaning of doctrinal in English
doctrinal (a)
relating to or involving or preoccupied with doctrine
doctrinal (a.)
Pertaining to, or containing, doctrine or something taught and to be believed; as, a doctrinal observation.
Pertaining to, or having to do with, teaching.
doctrinal (n.)
A matter of doctrine; also, a system of doctrines.
FAQs About the word doctrinal
διδακτικός
relating to or involving or preoccupied with doctrinePertaining to, or containing, doctrine or something taught and to be believed; as, a doctrinal observation.
εννοιολογικός, εννοιακός,δογματικός,δογματικός,ιδεολογικός,Φιλοσοφικός,Ποντιφικός,θεωρητικός,θεωρητικός,αφηρημένος,Δογματικός
σκυρόδεμα,Λατιτουδινάριος,Πρακτικός,πραγματιστής,πρακτικός,ρεαλιστικός,αδίδακτος,δεκτικός,ασυναισθητος,αδόγματος
doctrinaire => Δογματικός, doctrinable => διδακτός, doctress => γιατρίνα, doctorspeak => Ιατρική ορολογία, doctorship => διδακτορικό δίπλωμα,