Greek Meaning of doctrinal

διδακτικός

Other Greek words related to διδακτικός

Definitions and Meaning of doctrinal in English

Wordnet

doctrinal (a)

relating to or involving or preoccupied with doctrine

Webster

doctrinal (a.)

Pertaining to, or containing, doctrine or something taught and to be believed; as, a doctrinal observation.

Pertaining to, or having to do with, teaching.

Webster

doctrinal (n.)

A matter of doctrine; also, a system of doctrines.

FAQs About the word doctrinal

διδακτικός

relating to or involving or preoccupied with doctrinePertaining to, or containing, doctrine or something taught and to be believed; as, a doctrinal observation.

εννοιολογικός, εννοιακός,δογματικός,δογματικός,ιδεολογικός,Φιλοσοφικός,Ποντιφικός,θεωρητικός,θεωρητικός,αφηρημένος,Δογματικός

σκυρόδεμα,Λατιτουδινάριος,Πρακτικός,πραγματιστής,πρακτικός,ρεαλιστικός,αδίδακτος,δεκτικός,ασυναισθητος,αδόγματος

doctrinaire => Δογματικός, doctrinable => διδακτός, doctress => γιατρίνα, doctorspeak => Ιατρική ορολογία, doctorship => διδακτορικό δίπλωμα,