Greek Meaning of ideological
ιδεολογικός
Other Greek words related to ιδεολογικός
- Γνώμη
- γνώμης
- Φιλοσοφικός
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- αφηρημένος
- εννοιολογικός, εννοιακός
- Δογματικός
- διδακτικός
- δογματικός
- δογματικός
- ιδεολογικός
- μεταφυσικός
- Γνώμη
- Ποντιφικός
- αμετάπειστος
- αδαμάντινος
- ιδανικός
- Ιδεαλιστής
- ιδεαλιστής
- αμείλικτος
- Ανέφικτο
- μεσσιανικός
- πεισματάρης
- εννοιολογικός
- πεισματάρης
- δονκιχωτικός
- άκαμπτος
- Ρομαντικός
- Εγωκεντρικός
- αστρικός, λαμπερός
- με λαμπερά μάτια
- πεισματάρης
- άκαμπτος
- μη ρεαλιστικό
- ουτοπικός
- οραματιστής
- ζηλωτής
- μη ρεαλιστικός
- δονκιχωτικό
Nearest Words of ideological
Definitions and Meaning of ideological in English
ideological (a)
of or pertaining to or characteristic of an orientation that characterizes the thinking of a group or nation
ideological (s)
concerned with or suggestive of ideas
ideological (a.)
Of or pertaining to ideology.
FAQs About the word ideological
ιδεολογικός
of or pertaining to or characteristic of an orientation that characterizes the thinking of a group or nation, concerned with or suggestive of ideasOf or pertain
Γνώμη,γνώμης,Φιλοσοφικός,θεωρητικός,θεωρητικός,αφηρημένος,εννοιολογικός, εννοιακός,Δογματικός,διδακτικός,δογματικός
σκυρόδεμα,Λατιτουδινάριος,Πρακτικός,πραγματιστής,πρακτικός,ρεαλιστικός,αδίδακτος,δεκτικός,ασυναισθητος,μη αφηρημένος
ideologic => Ιδεολογικός, ideography => Ιδεογραφία, ideographics => ιδεογράμματα, ideographically => ιδεογραφικά, ideographical => ιδεογραφικός,