Greek Meaning of messianic
μεσσιανικός
Other Greek words related to μεσσιανικός
- σταυροφορία
- Ανέφικτο
- Συναισθηματικός
- μη ρεαλιστικό
- ουτοπικός
- ζηλωτής
- Ιδεαλιστής
- ιδεαλιστής
- Ιδεολογικός
- ιδεολογικός
- σεληνιακός
- αισιόδοξος
- δονκιχωτικός
- Ρομαντικός
- οραματιστής
- δακρυόβρεκτος
- Δογματικός
- ελπιδοφόρος
- ποLLYάννα
- Πόλι Άννα
- δονκιχωτικό
- ροζ** (róz)
- αστρικός, λαμπερός
- με λαμπερά μάτια
- Ευαίσθητος
- αισιόδοξο
Nearest Words of messianic
Definitions and Meaning of messianic in English
messianic (a)
of or relating to a messiah promising deliverance
messianic (a.)
Of or relating to the Messiah; as, the office or character.
FAQs About the word messianic
μεσσιανικός
of or relating to a messiah promising deliveranceOf or relating to the Messiah; as, the office or character.
σταυροφορία,Ανέφικτο,Συναισθηματικός,μη ρεαλιστικό,ουτοπικός,ζηλωτής,Ιδεαλιστής,ιδεαλιστής,Ιδεολογικός,ιδεολογικός
αστραφτερός,εύστοχος,πεισματάρης,Πρακτικός,πραγματιστής,ρεαλιστικός,ασυναισθητος,σκληροτράχηλος,πρακτικός,Σκληραγωγημένος
messiahship => μεσσιανισμός, messiah => Μεσσίας, messiad => Μεσσίας, messet => λειτουργία, messenger rna => mRNA,