Greek Meaning of doctorship

διδακτορικό δίπλωμα

Other Greek words related to διδακτορικό δίπλωμα

Definitions and Meaning of doctorship in English

Webster

doctorship (n.)

Doctorate.

FAQs About the word doctorship

διδακτορικό δίπλωμα

Doctorate.

γιατρός,γιατρός,γιατρός,γιατρός,νοσοκόμα,ειδικός,Χειρουργός,αναισθησιολόγος,παρών,γιατρός

μη γιατρός,μη γιατρός

doctor's degree => διδακτορικό δίπλωμα, doctor's bill => λογαριασμός γιατρού, doctor-patient relation => Ιατρός-ασθενής σχέση, doctorow => Ντόκτορο, doctorly => ιατρικός,