Greek Meaning of tory
Τόρι
Other Greek words related to Τόρι
- πιστός
- πιστός
- νεοσυντηρητικός
- Αδιάβροχο
- αμετάβλητος
- σταθερός
- πιστός
- Ακροδεξιά
- Άκρα δεξιά
- Φουσκωμένος
- συντηρητικός
- συμβατικός
- αφοσιωμένος
- παλιομοδίτικος
- ομιχλώδης
- κουραστικός
- παλαιός
- ορθόδοξος
- Οστεοποιημένος
- αντιδραστικός
- Δεξιά
- Τετράγωνο
- σταθερός
- βαρετός
- παραδοσιακό
- Υπερσυντηρητικός
- μη προοδευτικό
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- Συντηρητικότερος των συντηρητικών
- ξεπερασμένος
- κουμπωτό
- Κουμπωμένος
- Σκληροτράχηλος
- Ακίνητος
- παλιομοδίτικος
- δεξιά
- σετ
- μένω σταθερός
- παραδοσιακός
- αντιφιλελεύθερος
- Αντιμοντέρνος
- αντιπροοδευτικό
- Αντιμεταρρύθμιση
- αντιεπαναστατικός
- ξεπερασμένος
- θεσμικός
- Παλαιοσυντηρητικός
- εξτρεμιστής
- φιλελεύθερος
- μη παραδοσιακός
- προοδευτικός
- ριζοσπαστικός
- επαναστατικός
- μη συμβατικό
- ανορθόδοξος
- μη συντηρητικός
- μη συμβατικός
- Μεγάλο πνεύμα
- Σύγχρονο
- Ευρύχωρος
- μοντέρνος
- nonkonformistas
- ανοιχτόμυαλος
- Αντι-κατεστημένο
- αντιπαραδοσιακός
- ανορθόδοξος
- προηγμένος
- αριστερόχειρας
- αντισυμβατικός
- Ακροαριστερό
- Ακροαριστερός
Nearest Words of tory
Definitions and Meaning of tory in English
tory (n)
an American who favored the British side during the American Revolution
a member of political party in Great Britain that has been known as the Conservative Party since 1832; was the opposition party to the Whigs
a supporter of traditional political and social institutions against the forces of reform; a political conservative
tory (n.)
A member of the conservative party, as opposed to the progressive party which was formerly called the Whig, and is now called the Liberal, party; an earnest supporter of exsisting royal and ecclesiastical authority.
One who, in the time of the Revolution, favored submitting tothe claims of Great Britain against the colonies; an adherent tothe crown.
tory (a.)
Of ro pertaining to the Tories.
FAQs About the word tory
Τόρι
an American who favored the British side during the American Revolution, a member of political party in Great Britain that has been known as the Conservative Pa
πιστός,πιστός,νεοσυντηρητικός,Αδιάβροχο,αμετάβλητος,σταθερός,πιστός,Ακροδεξιά,Άκρα δεξιά,Φουσκωμένος
εξτρεμιστής,φιλελεύθερος,μη παραδοσιακός,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,μη συμβατικό,ανορθόδοξος,μη συντηρητικός,μη συμβατικός
torvous => σκληρός, torvity => Αγριότητα, torved => πολυάσχολος, torus => Τοροειδές, torulous => Τορουλοειδής,