FAQs About the word consisting (of)

που αποτελείται (από)

to be formed or made up of (specified things or people)

συμπεριέλαβε,περιέχοντας,συμπεριλαμβανομένων,παραλαμβάνω,ενσωματώνοντας,ολοκληρωμένος,συνεπάγοντας,ενσωματώνοντας,περιλαμβάνοντας,συγκέντρωση

No antonyms found.

consisting => αποτελούμενο, consistencies => συνεχιстиμότητες, consistences => συνάφειες, consisted (of) => Αποτελούνταν (από), consisted => αποτελούνταν,