Greek Meaning of coherently
συνεκτικά
Other Greek words related to συνεκτικά
- νόθος
- παράλογος
- ασυνεπής
- Ασημαντος
- άκυρος
- παράλογος
- Παραπλανητικό
- φαινομενικός
- παράλογος
- προβληματικός
- Αδύναμος
- παράλογο
- καζουιστική
- καζουιστικός
- τρελός
- εριστικός
- πλανερός
- Ασυνέπεια
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- τρελός
- γελοίο
- εκλεπτυσμένος
- σοφιστικός
- Ασαφής
- μη επιστημονικός
- στραβός
- εριστικό
- μισοβρασμένο
- ανοησυ
- τρελός
- τρελός
- ανόητος
- απρόσεκτος
- μη πειστικός
- ασθενής
- Τρελός
- απλοϊκός
- μη πειστικός
Nearest Words of coherently
Definitions and Meaning of coherently in English
coherently (r)
in a coherent manner
coherently (adv.)
In a coherent manner.
FAQs About the word coherently
συνεκτικά
in a coherent mannerIn a coherent manner.
Αναλυτικός,καλός,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,έγκυρος,αναλυτικός,Αποτέλεσμα,εμπειρικός
νόθος,παράλογος,ασυνεπής,Ασημαντος,άκυρος,παράλογος,Παραπλανητικό,φαινομενικός,παράλογος,προβληματικός
coherent => συνεκτικός, coherency => συνοχή, coherence => συνοχή, cohered => συνεκτικός, cohere => Συνεκτικός,