Greek Meaning of maintainable

Προστατεύσιμος

Other Greek words related to Προστατεύσιμος

Definitions and Meaning of maintainable in English

Wordnet

maintainable (s)

capable of being maintained

Webster

maintainable (a.)

That maybe maintained.

FAQs About the word maintainable

Προστατεύσιμος

capable of being maintainedThat maybe maintained.

δικαιολογημένος,υποφερτός, υποστηρικτός,αποδεκτός,υπερασπίσιμος,αμυντικός,νόμιμος,λογικός,λογικός,ε разумный,βιώσιμος

παράλογο,ακραίο,παράλογος,παράλογος,αδικαιολόγητο,παράλογος,προβληματικός,μη βιώσιμος,αβίωτος,αμυντικός

maintain => συντηρώ, mainswear => ρούχα, mainstreamed => ενταγμένος στην κοινότητα, mainstream => κυρίαρχη τάση, mainstay => στήριγμα,