Greek Meaning of exceptionable

Εξαιρετικός

Other Greek words related to Εξαιρετικός

Definitions and Meaning of exceptionable in English

Wordnet

exceptionable (s)

liable to objection or debate; used of something one might take exception to

Webster

exceptionable (a.)

Liable to exception or objection; objectionable.

FAQs About the word exceptionable

Εξαιρετικός

liable to objection or debate; used of something one might take exception toLiable to exception or objection; objectionable.

αξιόμεμπτος,αποκρουστικός,προσβλητικό,φοβερός,απαράδεκτο,ανεπιθύμητος,δυσάρεστος,κακός,άξιος μομφής,δυσάρεστος

αποδεκτός,ευχάριστος,εγκρίθηκε,φιλικός,αγαπητέ,νόστιμος,απολαυστικό,ονειρικός,εύκολος,ενέκρινε

exception => εξαίρεση, excepting => εκτός από, excepted => εξαιρεθείς, exceptant => προσδοκώμενο, except => εκτός,