Greek Meaning of politically correct
πολιτικά ορθός
Other Greek words related to πολιτικά ορθός
Nearest Words of politically correct
- politically => πολιτικά
- politicalism => πολιτικισμός
- political unit => Πολιτική μονάδα
- political theory => Πολιτική θεωρία
- political system => Πολιτικό σύστημα
- political sympathies => Πολιτική συμπάθεια
- political sphere => Πολιτική σφαίρα
- political scientist => πολιτικός επιστήμονας
- political science => Πολιτικές επιστήμες
- political relation => Πολιτική σχέση
Definitions and Meaning of politically correct in English
politically correct (a)
exhibiting political correctness
FAQs About the word politically correct
πολιτικά ορθός
exhibiting political correctness
ορισμένος,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητο,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,θετικός,Αδιαμφισβήτητος,αναμφισβήτητο,βέβαιος,αναμφίβολα
αμφιλεγόμενος,αμφίβολος,αμφισβητήσιμος,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμο,Αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφισβητούμενο,Καυτό θέμα
politically => πολιτικά, politicalism => πολιτικισμός, political unit => Πολιτική μονάδα, political theory => Πολιτική θεωρία, political system => Πολιτικό σύστημα,