Greek Meaning of uncontroversial
αναμφισβήτητο
Other Greek words related to αναμφισβήτητο
Nearest Words of uncontroversial
- uncontroversially => αδιαμφισβήτητα
- uncontroversory => αδιαμφισβήτητος
- uncontrovertible => αναμφισβήτητο
- uncontrovertibly => αναμφισβήτητα
- unconvenient => ενοχλητικό
- unconventional => μη συμβατικό
- unconventionality => μη συμβατικότητα
- unconventionally => ασυνήθιστα
- unconversion => επιστροφή
- unconverted => μη μετατρέψιμο
Definitions and Meaning of uncontroversial in English
uncontroversial (a)
not likely to arouse controversy
FAQs About the word uncontroversial
αναμφισβήτητο
not likely to arouse controversy
αδιαμφισβήτητο,ασφαλής,βέβαιος,ορισμένος,αναμφισβήτητος,θετικός,αναμφίβολα,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητο,αδιαμφισβήτητος
αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμο,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφισβητούμενο,αμφίβολος,Καυτό θέμα,αμφισβητήσιμος,αμφισβητήσιμος
uncontrolled => ανεξέλεγκτος, uncontrollably => ανεξέλεγκτα, uncontrollable => ανεξέλεγκτο, uncontrived => αυθόρμητος, uncontinent => Ακρατής,