Greek Meaning of a posteriori
a posteriori
Other Greek words related to a posteriori
- καζουιστική
- καζουιστικός
- εριστικό
- πλανερός
- Παραπλανητικό
- εκλεπτυσμένος
- σοφιστικός
- φαινομενικός
- παράλογο
- στραβός
- τρελός
- εριστικός
- ανοησυ
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- τρελός
- γελοίο
- ανόητος
- απρόσεκτος
- Ασαφής
- μη πειστικός
- μη επιστημονικός
- Αδύναμος
- Τρελός
- απλοϊκός
- μισοβρασμένο
- νόθος
- παράλογος
- ασυνεπής
- Ασημαντος
- άκυρος
- παράλογος
- τρελός
- παράλογος
- προβληματικός
- ασθενής
- μη πειστικός
Nearest Words of a posteriori
- a priori => Απριόρι
- a trifle => ένα σ@#τ
- a. a. michelson => α.α. Μάικελσον
- a. a. milne => a. a. milne
- a. conan doyle => Άρθουρ Κόναν Ντόιλ
- a. e. burnside => Ά. Ε. Μπερνσάιντ
- a. e. housman => Α. Ε. Χάουςμαν
- a. e. kennelly => Άρθουρ Έντουιν Κένελι
- a. e. w. mason => α. Ε. Γ. Μέισον
- a. f. of l. => δ.α.ε.
Definitions and Meaning of a posteriori in English
a posteriori (a)
involving reasoning from facts or particulars to general principles or from effects to causes
a posteriori (s)
requiring evidence for validation or support
a posteriori (r)
derived from observed facts
a posteriori ()
Characterizing that kind of reasoning which derives propositions from the observation of facts, or by generalizations from facts arrives at principles and definitions, or infers causes from effects. This is the reverse of a priori reasoning.
Applied to knowledge which is based upon or derived from facts through induction or experiment; inductive or empirical.
FAQs About the word a posteriori
a posteriori
involving reasoning from facts or particulars to general principles or from effects to causes, requiring evidence for validation or support, derived from observ
Απριόρι,καλός,λογικός,αναλυτικός,Αναλυτικός,γνωστικός,συνεκτικός,Αποτέλεσμα,αμυντικός,εμπειρικός
καζουιστική,καζουιστικός,εριστικό,πλανερός,Παραπλανητικό,εκλεπτυσμένος,σοφιστικός,φαινομενικός,παράλογο,στραβός
a million times => ένα εκατομμύριο φορές, a mensa et thoro => a mensa et thoro, a lot => πολύ, a little => λίγο, a level => επίπεδο Α,