Greek Meaning of a little
λίγο
Other Greek words related to λίγο
- αρκετά
- Αρκετά
- είδους
- περισσότερο ή λιγότερο
- όμορφος
- αρκετά
- μάλλον
- σχετικά
- Λίγο πολύ
- κάτι
- λίγο
- παρακαλώ
- σαν
- μικρός
- μέτρια
- ένα είδος
- ένα άκαρι
- ελάχιστα
- μια πινελιά
- είδος
- σε ένα βαθμό
- αποδεκτά
- αξιοπρεπώς
- μισό
- στα μισά του δρόμου
- ονομαστικά
- εν μέρει
- μερικώς
- μέτρια
- ανεκτός
- αόριστα
- κατά κάποιον τρόπο
- λογής
Nearest Words of a little
Definitions and Meaning of a little in English
a little (r)
to a small degree; somewhat
FAQs About the word a little
λίγο
to a small degree; somewhat
αρκετά,Αρκετά,είδους,περισσότερο ή λιγότερο,όμορφος,αρκετά,μάλλον,σχετικά,Λίγο πολύ,κάτι
θανατηφόρος,Ειδικά,υπερβολικά,εξαιρετικά,πολύ,πολύ,πολύ,πολύ,ιδιαίτερα,τρομερά
a level => επίπεδο Α, a la mode => μοντέρνος, a la carte => κατάλογος φαγητού, a kempis => Θωμάς Ακινάτης, a hundred times => εκατό φορές,