Greek Meaning of relatively
σχετικά
Other Greek words related to σχετικά
- αρκετά
- Αρκετά
- όμορφος
- αρκετά
- μάλλον
- Λίγο πολύ
- κάτι
- λίγο
- λίγο
- μέτρια
- ένα άκαρι
- ελάχιστα
- είδος
- σε ένα βαθμό
- αποδεκτά
- αξιοπρεπώς
- στα μισά του δρόμου
- ελλιπώς
- είδους
- παρακαλώ
- σαν
- μικρός
- περισσότερο ή λιγότερο
- ονομαστικά
- εν μέρει
- μερικώς
- μέτρια
- ένα είδος
- ανεκτός
- αόριστα
- μια πινελιά
- κατά κάποιον τρόπο
- αμελητέο
- λογής
Nearest Words of relatively
- relative-in-law => γαμπρός/νύφη
- relative quantity => Σχετική ποσότητα
- relative pronoun => αναφορική αντωνυμία
- relative molecular mass => Σχετική μοριακή μάζα
- relative majority => Σχετική πλειοψηφία
- relative incidence => σχετική επίπτωση
- relative humidity => Σχετική υγρασία
- relative frequency => σχετική συχνότητα
- relative density => Σχετική πυκνότητα
- relative clause => σχετική πρόταση
- relativeness => σχετικότητα
- relativise => σχετικοποιώ
- relativism => σχετικισμός
- relativistic => σχετικιστικός
- relativistic mass => Σχετικιστική μάζα
- relativistically => σχετικά
- relativity => θεωρία σχετικότητας
- relativity theory => Θεωρία της σχετικότητας
- relativize => Σχετικοποιώ
- relator => εισηγητής
Definitions and Meaning of relatively in English
relatively (r)
in a relative manner; by comparison to something else
relatively (adv.)
In a relative manner; in relation or respect to something else; not absolutely.
FAQs About the word relatively
σχετικά
in a relative manner; by comparison to something elseIn a relative manner; in relation or respect to something else; not absolutely.
αρκετά,Αρκετά,όμορφος,αρκετά,μάλλον,Λίγο πολύ,κάτι,λίγο,λίγο,μέτρια
τρομερά,Ειδικά,υπερβαίνων,υπερβολικά,εξαιρετικά,πολύ,πολύ,πολύ,ιδιαίτερα,τρομερά
relative-in-law => γαμπρός/νύφη, relative quantity => Σχετική ποσότητα, relative pronoun => αναφορική αντωνυμία, relative molecular mass => Σχετική μοριακή μάζα, relative majority => Σχετική πλειοψηφία,