Greek Meaning of relativity
θεωρία σχετικότητας
Other Greek words related to θεωρία σχετικότητας
Nearest Words of relativity
- relativistically => σχετικά
- relativistic mass => Σχετικιστική μάζα
- relativistic => σχετικιστικός
- relativism => σχετικισμός
- relativise => σχετικοποιώ
- relativeness => σχετικότητα
- relatively => σχετικά
- relative-in-law => γαμπρός/νύφη
- relative quantity => Σχετική ποσότητα
- relative pronoun => αναφορική αντωνυμία
Definitions and Meaning of relativity in English
relativity (n)
(physics) the theory that space and time are relative concepts rather than absolute concepts
the quality of being relative and having significance only in relation to something else
relativity (n.)
The state of being relative; as, the relativity of a subject.
FAQs About the word relativity
θεωρία σχετικότητας
(physics) the theory that space and time are relative concepts rather than absolute concepts, the quality of being relative and having significance only in rela
αμοιβαιότητα,εξάρτηση,εξάρτηση,εμπιστοσύνη,εμπιστοσύνη,εμπιστοσύνη,πίστη,απόθεμα,εμπιστοσύνη
Αυτονομία,ανεξαρτησία,Αυτοδιάθεση,Κυριαρχία,ανεξαρτησία,αυτοπεποίθηση,αυτοβοήθεια,αυτοεξάρτηση,κυριαρχία,αυτονομία
relativistically => σχετικά, relativistic mass => Σχετικιστική μάζα, relativistic => σχετικιστικός, relativism => σχετικισμός, relativise => σχετικοποιώ,