Greek Meaning of relative-in-law
γαμπρός/νύφη
Other Greek words related to γαμπρός/νύφη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of relative-in-law
- relative quantity => Σχετική ποσότητα
- relative pronoun => αναφορική αντωνυμία
- relative molecular mass => Σχετική μοριακή μάζα
- relative majority => Σχετική πλειοψηφία
- relative incidence => σχετική επίπτωση
- relative humidity => Σχετική υγρασία
- relative frequency => σχετική συχνότητα
- relative density => Σχετική πυκνότητα
- relative clause => σχετική πρόταση
- relative atomic mass => Σχετική ατομική μάζα.
- relatively => σχετικά
- relativeness => σχετικότητα
- relativise => σχετικοποιώ
- relativism => σχετικισμός
- relativistic => σχετικιστικός
- relativistic mass => Σχετικιστική μάζα
- relativistically => σχετικά
- relativity => θεωρία σχετικότητας
- relativity theory => Θεωρία της σχετικότητας
- relativize => Σχετικοποιώ
Definitions and Meaning of relative-in-law in English
relative-in-law (n)
a relative by marriage
FAQs About the word relative-in-law
γαμπρός/νύφη
a relative by marriage
No synonyms found.
No antonyms found.
relative quantity => Σχετική ποσότητα, relative pronoun => αναφορική αντωνυμία, relative molecular mass => Σχετική μοριακή μάζα, relative majority => Σχετική πλειοψηφία, relative incidence => σχετική επίπτωση,