FAQs About the word coheir

Συγκληρονόμος

A joint heir; one of two or more heirs; one of several entitled to an inheritance.

συνκληρονόμος,κληρονόμος,Φαίνoμαι διάδοχος,κληρονόμος,διάδοχος,εκδοχέας,δικαιούχος,ενάγων,Απόγονος,Απόγονος

No antonyms found.

cohan => Κόχαν, cohabiting => συγκατοίκηση, cohabiter => Συμβίωση, cohabited => συγκατοικούσαν, cohabitation => Συγκατοίκηση,