FAQs About the word stinting (on)

φειδωλός (σε)

μέτρηση (έξω),Δεοντολογία (έξω),τσιγκουνιά (σε),οικονομικός,διατήρησης,διανομή,Νοσηλευτική,μερίδα (έξω),διατηρητέο,μείωση βάρους

συσσώρευση,χύσιμο,βροχερός,ντους,σπάταλος

stinted (on) => τσιγκούνης σε, stinted => τσιγκούνης, stint (on) => επιμένω (σε), stinks => βρομάει, stinking up => βρωμάει,