Greek Meaning of dormancy
λήθαργος
Other Greek words related to λήθαργος
- αγωνία
- ανάρτηση
- αναστολή
- ψυκτικός θάλαμος
- κώμα
- καθυστέρηση
- αναστολή πληρωμών
- ηρεμία
- ύφεση
- βαθιά κατάψυξη
- αδράνεια
- διακοπή λειτουργίας
- χειμέριος νάρκη
- holding pattern
- υπνωτισμός
- Αδιέξοδο
- αδράνεια
- αδράνεια
- αδράνεια
- Ακινησία
- διάλειμμα
- ύφεση
- ανάπαυση
- ύπνος
- νυστάζω
- στασιμότητα
- Ανασταλμένη κίνηση
- λήθαργος
Nearest Words of dormancy
Definitions and Meaning of dormancy in English
dormancy (n)
a state of quiet (but possibly temporary) inaction
quiet and inactive restfulness
dormancy (n.)
The state of being dormant; quiescence; abeyance.
FAQs About the word dormancy
λήθαργος
a state of quiet (but possibly temporary) inaction, quiet and inactive restfulnessThe state of being dormant; quiescence; abeyance.
αγωνία,ανάρτηση,αναστολή,ψυκτικός θάλαμος,κώμα,καθυστέρηση,αναστολή πληρωμών,ηρεμία,ύφεση,βαθιά κατάψυξη
Συνέχεια,συνέχεια,ανανέωση,Επανάληψη,ανάνηψη,επανέναρξη
dorm room => Δωμάτιο εστίας, dorm => Εστία, dorking fowl => Φραγκόκοτες του Dorking, dorking => Dorking, doris may lessing => Ντόρις Μέι Λέσινγκ,