Greek Meaning of drippy

σταλαγματιώδης

Other Greek words related to σταλαγματιώδης

Definitions and Meaning of drippy in English

Wordnet

drippy (s)

wet with light rain

leaking in drops

effusively or insincerely emotional

FAQs About the word drippy

σταλαγματιώδης

wet with light rain, leaking in drops, effusively or insincerely emotional

ασαφής,κολλώδες,Συναισθηματικός,απρόσεκτος,κολλώδης,βρεγμένος,αηδής,τετριμμένος,δακρύβρεχτος,λιγούρης

κυνικός,ατόφιος,ασυναισθητος,ακατέργαστος,πεισματάρης,σκληρόβραστος,Αντιαισθηματικός,σκληρός

dripple => στάξιμο, drippings => σταγόνες, dripping pan => Λεκάνη αποστράγγισης, dripping => στάζει, drippiness => στάξιμο,