Greek Meaning of impalpability
άυλη
Other Greek words related to άυλη
Nearest Words of impalpability
- impalpable => άυλος
- impalpably => ανεπαίσθητα
- impalsy => παλουκώνω
- impanate => Πανερισμένο
- impanated => πανέ
- impanating => παναρισμα
- impanation => Εμπανάθιση, η παράδοση σύμφωνα με την οποία το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι παρόντα στο ψωμί και στο κρασί της Θείας Κοινωνίας
- impanator => Ιμπανάτορας
- impanel => impanel
- impaneled => Κατηγορούμενος
Definitions and Meaning of impalpability in English
impalpability (n)
the quality of being intangible and not perceptible by touch
impalpability (n.)
The quality of being impalpable.
FAQs About the word impalpability
άυλη
the quality of being intangible and not perceptible by touchThe quality of being impalpable.
ασώματος,άυλος,άυλος,ασώματος,αιθέριος ,ανούσιος,πνευματικός,απίθανος,Άυλος
σωματικός,απτός,φυσικός,απτικός,απτός,ενσωματωμένο,πραγματικός,στερεός,ουσιαστικός,απτός
impalm => χτυπήματος, impallid => χλωμός, impalla => Ιμπάλα, impaling => παλούκωμα, impalement => Πάσσαλος,