Greek Meaning of quilling
κουήλινγκ (ή κουήλιγκ)
Other Greek words related to κουήλινγκ (ή κουήλιγκ)
- ξιφολόγχη
- ξιφολόγχη
- μαχαιριά
- τρυπώντας
- διάτρησης
- τρύπημα
- σκουντούμπι
- μαχαιριά
- τσίμπημα
- Προνγκχορν
- διάτρηση
- κλώση
- ωθήση
- Κοπή
- τρύπημα
- τσίμπημα
- γριφώδης
- κοπή
- Γκαρίνγκ
- Αρπουνάρισμα
- παλούκωμα
- τρυπητό
- μαχαίρωμα
- διάτρηση
- ραμφίζω
- συγκομιδή
- σκαλισμός
- διάτρηση
- τρέχω μέσα από
- σουβλίζοντας
- δόρυ
- σπάικινγκ
- φτύσιμο
- μαχαίρωμα
- κολλώδης
- μαγευτικός
- διαπεραστικός
Nearest Words of quilling
Definitions and Meaning of quilling in English
quilling (p. pr. & vb. n.)
of Quill
quilling (n.)
A band of linen, muslin, or the like, fluted, folded, or plaited so as somewhat to resemble a row of quills.
One of the rounded plaits or flutings of such a band.
FAQs About the word quilling
κουήλινγκ (ή κουήλιγκ)
of Quill, A band of linen, muslin, or the like, fluted, folded, or plaited so as somewhat to resemble a row of quills., One of the rounded plaits or flutings of
ξιφολόγχη,ξιφολόγχη,μαχαιριά,τρυπώντας,διάτρησης,τρύπημα,σκουντούμπι,μαχαιριά,τσίμπημα,Προνγκχορν
No antonyms found.
quillet => τετράδιο, quilled => ακανθώδης, quillback => Χιμάρα, quillaia bark => Φλοιός Quillaya, quill pen => Καλλαμοδόνα,