Greek Meaning of pinking
σκαλισμός
Other Greek words related to σκαλισμός
- τρυπητό
- συγκομιδή
- τρύπημα
- διάτρηση
- μαχαίρωμα
- κολλώδης
- Γκαρίνγκ
- Αρπουνάρισμα
- παλούκωμα
- διάτρηση
- ραμφίζω
- σκουντούμπι
- διάτρηση
- τρέχω μέσα από
- σουβλίζοντας
- κοπή
- δόρυ
- σπάικινγκ
- φτύσιμο
- μαγευτικός
- διαπεραστικός
- ξιφολόγχη
- ξιφολόγχη
- Κοπή
- μαχαιριά
- τρυπώντας
- μαχαίρωμα
- διάτρησης
- τρύπημα
- τσίμπημα
- τσίμπημα
- Προνγκχορν
- κουήλινγκ (ή κουήλιγκ)
- γριφώδης
- κλώση
- ωθήση
Nearest Words of pinking
Definitions and Meaning of pinking in English
pinking (p. pr. & vb. n.)
of Pink
pinking (n.)
The act of piercing or stabbing.
The act or method of decorating fabrics or garments with a pinking iron; also, the style of decoration; scallops made with a pinking iron.
FAQs About the word pinking
σκαλισμός
of Pink, The act of piercing or stabbing., The act or method of decorating fabrics or garments with a pinking iron; also, the style of decoration; scallops made
τρυπητό,συγκομιδή,τρύπημα,διάτρηση,μαχαίρωμα,κολλώδης,Γκαρίνγκ,Αρπουνάρισμα,παλούκωμα,διάτρηση
No antonyms found.
pinkify => Ροζίζω, pinkie => Μικρό δάχτυλο, pink-eyed => Ροζ μάτια, pinkeye => επιπεφυκίτιδα, pinked => ροζ,